Griechisch | Deutsch |
---|---|
Κατανάλωση ενέργειας (μη στοιχειώδης) | Energieverbrauch (nicht elementar) Übersetzung bestätigt |
Ηλεκτρική ενέργεια (στοιχειώδης) | Elektrizität (elementar) Übersetzung bestätigt |
Ορυκτά καύσιμα (στοιχειώδης) | Fossile Brennstoffe (elementar) Übersetzung bestätigt |
Μη ανανεώσιμοι πόροι (μη στοιχειώδης) | Nicht erneuerbare Ressourcen (nicht elementar) Übersetzung bestätigt |
Φυσικό αέριο (στοιχειώδης) | Erdgas (elementar) Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
στοιχειώδης -ης -ες [stixióδis] : 1. που αποτελεί το πρωταρχικό και απόλυτα αναγκαίο στοιχείο. α. που αποτελεί τη θεωρητική ή τη λογική βάση επάνω στην οποία στηρίζεται κτ.: Οι στοιχειώδεις γνώσεις μιας επιστήμης / μιας τέχνης. Tο δημοτικό σχολείο παρέχει τις στοιχειώδεις γνώσεις στα παιδιά. || στοιχειώδης -ης -ες εκπαίδευση, η δημοτική, η πρωτοβάθμια. β. για κτ. που εμφανίζεται στον ελάχιστο αλλά απόλυτα αναγκαίο βαθμό: Πρέπει να εξασφαλίζονται οι στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης / τα στοιχειώδη δικαιώματα του πολίτη. Δεν είχε τη στοιχειώδη ευγένεια να μου πει ένα «ευχαριστώ». Είναι στοιχειώδες να σέβεσαι τους συνανθρώπους σου. || ελάχιστος και ανεπαρκέστατος: Ξέρει στοιχειώδη Aγγλικά. || (ως ουσ.) τα στοιχειώδη, τα απολύτως απαραίτητα: Δεν έχει ούτε τα στοιχειώδη για να ζήσει. Δεν ξέρει τα στοιχειώδη. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.